ὁμοιοταχῶς

ὁμοιοταχῶς
ὁμοιοταχής
moving with equal velocity
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομοιοταχής — ὁμοιοταχής, ές (Α) αυτός που κινείται με την ίδια ταχύτητα σε σχέση με έναν άλλο, ισοταχής. επίρρ... ὁμοιοταχῶς (Α) με την ίδια ταχύτητα, ισοταχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + ταχής (< τάχος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”